Κατά Σαδδουκαίων
Από το σημείωμα του συνθέτη στο δίσκο. Σεπτέμβρης 1983
Με τον Μιχάλη Κατσαρό συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στιγμιαία στη ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ στα 1944. Τότε ανήκα στον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε τη βάση του στην Άνω Νέα Σμύρνη. Στις 3 του Δεκέμβρη πήρα μέρος στο Συλλαλητήριο στο Σύνταγμα. Με χτύπησαν άγρια οι Εγγλέζοι κι έτσι καθώς ήμουνα μέσα στα αίματα, κατηφόριζα τη λεωφόρο Συγγρού. Μέναμε τότε στη Νέα Σμύρνη, οδός Σμύρνης 39. Η μητέρα μου, πες από ανησυχία, πες από προαίσθηση, ανηφόριζε την ίδια λεωφόρο. Συναντηθήκαμε μπροστά στου ΦΙΞ. Μόλις με είδε, τρόμαξε. Όμως την καθησύχασα. Την πήρα στην αγκαλιά μου – σαν λάβαρο, έλεγα τότε. Στον κήπο μας είχα θαμμένο το όπλο που είχα πάρει από τους Γερμανούς. Λίγο αργότερα ήμουν μπροστά στο Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Σμύρνης. Την άλλη μέρα πήγαμε –ορισμένοι από μας- στην κηδεία των θυμάτων. Γυρίζοντας αρχίσαμε τη μάχη. Σε δύο μέρες όλοι οι αστυνομικοί παραδόθηκαν. Δεν υπήρχε ούτε ένα θύμα. Πολλούς αξιωματικούς τους οδηγήσαμε οι ίδιοι στα σπίτια τους να μην πάθουν κακό. Ένας απ΄αυτούς στα 1948 ήρθε χαράματα στο σπίτι μας για να με πιάσει και να με κλείσει στην απομόνωση. Πολλοί οδηγήθηκαν στην Ικαρία. Το Τάγμα μας πήρε μέρος στις μάχες του Χαροκόπου, στα Παλαιά Σφαγεία. Στο Ιωσηφόγλειο και μετά στου Μακρυγιάννη. Εκεί μείναμε ως τις 20 περίπου του Δεκέμβρη. Γυρίσαμε στην Άνω Νέα Σμύρνη που χτυπούσαν Εγγλέζοι, Ινδοί και Κούρκας. Σε μία από τις τελευταίες μάχες, είναι τότε που συνάντησα τον Κατσαρό που ήταν αξιωματικός του ΕΛΑΣ. Εγώ ήμουν πάντα απλός μαχητής, όμως στο τέλος των επιχειρήσεων έκανε χρέη υπεύθυνου λόχου. Οι Άγγλοι τώρα μας χτυπούσαν με αεροπορία, με όλμους και βομβάρδιζαν τις θέσεις μας, δηλαδή τις συνοικίες, με κανόνια του στόλου τους από το Φάληρο. Θυμάμαι ήταν δειλινό και υποχωρούσαμε προς τα υψώματα του Νέου Κόσμου. Εγώ ύστερα από είκοσι πέντε μέρες μάχες νύχτα-μέρα, τις πιο πολλές φορές νηστικός, άπλυτος, με ένα παπούτσι –στο δεξί πόδι που είχα κρυοπαγήματα είχα βάλει κουρέλια- φορούσα γερμανικό κράνος και ήμουν τυλιγμένος με κουβέρτα. Εκείνος με πεντακάθαρη στολή αξιωματικού είχε το δεξί πόδι πάνω σ΄ένα βράχο και με κοίταζε θα ΄λεγα με αποτροπιασμό… Μου λέει:
-Πού πας στρατιώτη;
Τον κοίταξα καλά καλά σα να΄ταν φάντασμα. Δεν του αποκρίθηκα. Εκείνος ξανά επιτακτικά:
-Εκεί είναι η μάχη! και μου δείχνει με το χέρι σαν τον Κολοκοτρώνη κατά τη μεριά του νεκροταφείου όπου όλοι χτυπούσαν τα τανκς.
Τότε δεν βάσταξα και του είπα προσπερνώντας τον:
-Να πάς εσύ!
Σκεφτόμουν , ειλικρινά, πως είναι κανένας παλαβός…
Τρείς μήνες αργότερα, δούλευα σ΄ένα γραφείο στην οδό Φιλελλήνων, τον βλέπω με στολή αξιωματικού της Αεροπορίας να μπαίνει στο γραφείο μου. Στην αρχή τρόμαξα, όμως εκείνος έσκυψε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε.
-Έρχομαι από τον Πέτρο [Σημ.: Πέτρος ήταν το συνομωτικό όνομα του Μίμη Δεσποτίδη]. Μου είπε να σου πω ότι το βράδυ έχουμε συνεδρίαση στο σπίτι του Τούγια (του ζωγράφου) στην Πλάκα.
Έτσι αρχίζει ένας νέος κύκλος φιλίας. Ένα τρίγωνο θα ΄λεγα, Δεσποτίδης (Πέτρος) – Κατσαρός – κι εγώ. Ο Πέτρος είναι ο Διαφωτιστής στην ΕΠΟΝ Αθήνας. Εγώ Β΄Γραμματέας και υπεύθυνος εκπολιτισμού.
Μια μέρα ο Πέτρος μου λέει:
-Έχουμε ένα νέο συνθέτη από το Παγκράτι. Ζητάει να παιχτούν τα έργα του από τη Χορωδία της ΕΠΟΝ (που τη διηύθυνα εγώ), θέλεις να τον συναντήσεις;
Την άλλη μέρα, μεσημεράκι, η Λέσχη της ΕΠΟΝ (Ακαδημίας και Κριεζώτου) είναι σχεδόν άδεια. Στο βάθος, στον πάγκο κάθεται ένα χλωμό, αδύνατο παιδί. Κρατάει κάτι χαρτιά στα χέρια του. Τον πλησιάζουμε και ο Πέτρος μας συστήνει:
- Ο συναγωνιστής Μίκης, ο συναγωνιστής Μάνος.
Λίγο αργότερα διηύθυνα τη Χορωδία της ΕΠΟΝ στα τραγούδια του Χατζιδάκι στο θέατρο «Βρετάνια» στο έργο του Δαμιανού ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΘΑ ΘΕΡΙΣΟΥΜΕ, με σκηνοθεσία του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Όμως το πιο σπουδαίο «επίτευγμα» της συνεργασίας μου με τον Πέτρο ήταν η δημιουργία της ΟΜΑΔΑΣ ΝΕΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, όπου συμμετείχαν πολλοί νέοι ποιητές και λογοτέχνες της εποχής εκείνης. Η βασική μας ιδέα ήταν να τους φέρουμε σε επαφή με τους κορυφαίους μας λογοτέχνες, Βάρναλη, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Νικηφόρο Βρεττάκο, Ρίτσο, Ρώτα κ.α. Μερικοί από αυτούς έγιναν σπουδαίοι, όπως ο Κατσαρός, Λειβαδίτης, Κοτζιάς, Αργυρίου, Περγιάλης και άλλοι που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή τα ονόματά τους.
Ακολούθησε ο Εμφύλιος. Στα 1947 βρεθήκαμε με τον Πέτρο στις Ράχες της Ικαρίας. Στα 1948 σμίξαμε στην παρανομία στην Αθήνα. Μαζί μας και ο Παύλος Παπαμερκουρίου˙ θυμάμαι πως κάμποσες φορές ο πατέρας μου μας έκανε το τραπέζι στα υπόγεια μαγειρεία της οδού Αθηνάς.
Η τελευταία φορά που συναντήθηκα με τον Πέτρο, πριν πιαστούμε (άνοιξη του 1948) ήταν στο Μοναστηράκι. Εκεί βλέπαμε μια ομάδα τσαγκαράδες. Τα ραντεβού μας γίνονταν στα πεταχτά. Συγκεκριμένος δρόμος, ώρα, κατεύθυνση, οι κουβέντες μετρητές, όμως ο Πέτρος δεν άντεχε, τον έτρωγε το σαράκι.
-Λένε ότι ο Σοστακόβιτς είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος συνθέτης.
-Έτσι είναι, του αποκρίνομαι.
-Είμαστε πάντα οι πρώτοι! είπε και έλαμψε το πρόσωπό του.
Η παρανομία την εποχή εκείνη ήταν δύσκολη. Και γιατί η παρακολούθηση ήταν σφιχτή, αλλά προπαντός γιατί οι συνθήκες τροφής και στέγης φριχτές. Μια φορά τη βδομάδα ο Χατζιδάκις με πήγαινε στο Κολωνάκι, σε φίλους του. Έπρεπε να βγάλω τη νύχτα κι αυτός έπιανε τη κουβέντα ως το πρωί. Παράγγελνε και μου ΄φερναν σάντουιτς και μ΄άφηνε να κοιμάμαι στην πολυθρόνα. Κανείς δε με ήξερε. Με παρουσίαζε σα φίλο του. Φεύγαμε τα ξημερώματα κι εγώ πήγαινα κατευθείαν στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί μ΄έκρυβε ο Μούτσης (θείος του συνθέτη).
Άλλος ένας συνθέτης μ΄έκρυβε τα βράδια μια-δυό φορές τη βδομάδα, ο Γιώργος Σισιλιάνος. Καθόταν τότε σ΄ένα πελώριο παλιό μέγαρο στην οδό Ακαδημίας, που το μισό ήταν το Στρατοδικείο! Ο Κώστας Κοτζιάς είχε αναλάβει από την παράνομη οργάνωση να μου βρίσκει σπίτια, όταν βρισκόμουν σε δυσκολία.
Μια μέρα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου έπεσα πάνω στον Μιχάλη Κατσαρό. Χαιρετηθήκαμε βιαστικά και εμείς πήραμε το τραμ για την Κολοκυνθού. Τη μάνα μου την έβλεπα κάθε Τετάρτη απόγιομα. Περίμενε σ΄ένα καφενεδάκι στην πλατεία Κλαυθμώνος. Μόλις μ΄έβλεπε, μ΄έπαιρνε από πίσω. Μπαίναμε σ΄ένα σινεμά. Καθόμασταν πλάι πλάι. Μου ΄δινε το πακέτο με τα καθαρά ρούχα. Πήγαινα στην τουαλέτα. Άλλαζα, έβαζα στο πακέτο τα βρώμικα και γύριζα στη θέση μου. Εκείνη ήθελε να με πιάσει να με χαϊδέψει, όμως της σταμάταγα το χέρι. Ήταν αφύσικη μια τέτοια στάση κι ο χαφιές, που σίγουρα θα κάθονταν σε κάποια γωνιά, θα καταλάβαινε ότι είμαι παράνομος.
Κάποια Τετάρτη, τον Μάη του ΄48, η μάνα μου περίμενε μάταια στο καφενεδάκι. Μας πιάσανε και τους τρεις χωριστά. Ο Παύλος δικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Ο Πέτρος δικάστηκε σε θάνατο όμως με ψήφους 3-2 κι έτσι τελικά έζησε. Εγώ γλίτωσα κι αυτό το οφείλω στο λάθος που έκανα να πάω ένα βράδυ ξαφνικά στο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη, όπου και με συνέλαβε η τοπική Ασφάλεια και μ΄έστειλε για δεύτερη φορά εξορία.
Δούλευα στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ – έπαιζα αρμόνιο- στο έργο « Το Τραγούδι της Κούνιας» με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη. Το βράδυ το λεωφορείο του θεάτρου μας ανέβαζε στην Αθήνα. Ήταν η εποχή που είχα πλευρίτιδα και την έβγαζα στο πόδι. Τα σπίτια είχαν γίνει σπάνια και πολλά βράδια κοιμόμουνα στα γιαπιά παστωμένος με εφημερίδες για το κρύο. Υπέφερα πολύ από πυρετό και προπαντός από τον αφόρητο πόνο. Όμως δεν έπρεπε να δείχνω τίποτα. Έπαιζα κανονικά στην κουίντα του θεάτρου και μετά έψαχνα για κανένα γιαπί να βγάλω τη νύχτα με ψωμί και τυρί. Έτσι, κάποιο βράδυ δεν άντεξα. Το λεωφορείο ανέβαινε τη λεωφόρο Συγγρού κι όταν φτάνει ξαφνικά στο ύψος του σπιτιού μου, λέω ξαφνικά στο σωφέρ:
-Κάνε σε παρακαλώ, στάση.
Πηδάω έξω. Ψυχή στο δρόμο. Πετάω ένα χαλικάκι στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Οι γονείς μου δεν κοιμόνταν. Κάθε βράδυ είχαν την αγωνία μου. Έκαιγα στον πυρετό. Ο αδερφός μου μου δίνει τον καναπέ που πλάγιαζε. Ήταν ζεστός και αμέσως κοιμήθηκα. Η Ασφάλεια κύκλωσε το σπίτι κατά τα χαράματα, πριν προλάβω ν΄ανοίξω τα μάτια μου ήταν από πάνω μου οι αστυνομικοί με επικεφαλής τον ίδιο αξιωματικό που στα Δεκεμβριανά τον είχα συνοδεύσει στο σπίτι του.
-Με συγχωρείς, μου λέει. Δεν είναι τίποτα. Έλεγχος ταυτοτήτων.
Η μητέρα μου που μ΄έβλεπε ξαπλωμένο, ντράπηκε για την αγένειά μου.
-Μίκη, σήκω, δεν είναι σωστό, περιμένουν οι κύριοι…
Η δε θεία μου, η Στάσα, ετοιμάζονταν να τους βγάλει και γλυκό του κουταλιού. Ήσαν κι οι δύο μικρασιάτισσες και γι΄αυτές η φιλοξενία είναι φιλοξενία. Ακόμα και για τους διώκτες μας. Μόνο ο αδελφός μου ένιωσε τον τόνο της στιγμής.
-Γειά και χαρά σύντροφε, μου λέει την ώρα που μ΄έπαιρναν κοιτάζοντας επιδειχτικά τους μυστικούς που είχαν πλημμυρίσει το σπίτι.
Στο Τμήμα, στην απομόνωση, βρήκα άλλους 12 Νεοσμυρνιώτες. Συμπτωματικά εκείνο το βράδυ η Νέα Σμύρνη έκανε συλλήψεις για εξορία. Έτσι, δεν γλίτωσα. Ικαρία, και τέλη του 1948 Μακρονήσι. Δ΄Τάγμα. Στις 26 του Μάρτη 1949 μεταφέρομαι στο Α΄Τάγμα (στρατιωτικό), όπου μας χτύπησαν παραδειγματικά!
Αρχές του ΄50 ψάχνω στην Αθήνα για συντρόφους. Βρίσκω μερικούς σ΄ένα καφενεδάκι στη Σόλωνος. Αν δεν κάνω λάθος, ανάμεσά του ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Τάσος Βουρνάς. Ακούνε προσεκτικά, με δέος θα΄λεγα, για τη Μακρόνησο. Κάποιοι μπαίνουν στο καφενείο, μαζί κι ο Κατσαρός. Κατά το σούρουπο με ρωτάνε «πού θα μείνεις;»
-Δεν ξέρω τους λέω. Δεν έχω σπίτι. Ο πατέρας μου μου έδωσε 300 δρχ. και την ευχή του.
-Έλα στο δικό μου, λέει ο Κατσαρός κι έτσι βρέθηκα στα υπόγεια στο Χαλάνδρι.
Εκεί ο Μιχάλης έγραψε τους ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΟΥΣ. Εγώ δούλευα πάντα πάνω στην ΤΡΕΛΗ ΜΑΝΑ του Σολωμού.
Ζήσαμε μαζί σχεδόν δυό χρόνια. Μαζί μας ήρθε να μείνει και ο αδελφός μου, ο Γιάννης. Πεινάγαμε όμως πολύ. Ο Γιάννης, αφού έφαγε ακόμα και τις σουλφαμίδες, γύρισε στην Κρήτη στο χωριό. Και ο Μιχάλης έκανε αιμόπτυση. Τον πήγαινα στην Πάρνηθα. Εγώ λίγο αργότερα, το 1953, παντρεύτηκα κι έτσι μπήκα σε μια σειρά. Αργότερα παντρέψαμε με τη γυναίκα μου και τον Κατσαρό με την Κούλα Μαραγκοπούλου. Και τον επόμενο χρόνο βαφτίσαμε το γιό τους τον Στάθη.
(Από το σημείωμα του συνθέτη στο δίσκο. Σεπτέμβρης 1983)