Αρκαδία VI και VIII
ΑΡΚΑΔΙΑ VI
«Είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων νικηφόρα…»
Μετά την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού (1949), οι αντάρτες της Πελοποννήσου περικυκλώθηκαν και εξοντώθηκαν ολοκληρωτικά. Ο αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται σε 12.000, που σχεδόν όλοι σφάχτηκαν μέσα σε λίγες βδομάδες.
«Μένουν τα δέντρα που σκίαζαν τον ύπνο του Πέρδικα…»
Ο Πέρδικας ήταν ένας από τους καπετάνιους της Πελοποννήσου κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου (1947-1949). Εκείνο που τον χαρακτήριζε ήταν η τέχνη του αιφνιδιασμού και η εκπληκτική ταχύτητα με την οποία μετακινιόταν από τη μία περιοχή στην άλλη. Πιάστηκε σε ενέδρα και αποκεφαλίστηκε από τις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού.
«Κι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνης…»
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ήρωας της Επανάστασης του 1821. Δεκάδες τραγούδια του αφιέρωσε η λαϊκή μούσα.
Ο τσοπάνος του χωριού μας, αυτοσχέδιος μουσικός, έπαιζε με το βιολί του και τραγουδούσε συχνά το τραγούδι που μιλάει για τον κούκο που περίμενε ν΄ακούσει την ημέρα με το φως ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης!
Σημάδι πώς δεν αργεί η Λευτεριά!
Όμως ήταν φανερό ότι ο γέρο-τσοπάνος διάλεγε αυτό το τραγούδι γιατί ήθελε να δείξει την αντίθεσή τη με τη Χούντα και τη συμπαράσταση στην Αντίσταση. Έτσι κάθε φορά που έφτανε στο όνομα Θοδωράκης, διπλασίαζε τη φωνή του και μαζί μ΄αυτόν όλοι όσοι τύχαινε να βρεθούν στα πλαϊνά τραπεζάκια χτυπούσαν τα χέρια τους και τα μάτια τους έβγαζαν αστραπές. Πολλού χωροφύλακες-φρουροί κρυφοχαμογελούσαν κάτω από τα μουστάκια τους. Γιατί κι αυτοί στο βάθος μισούσαν τους δικτάτορες. Έτσι , με το κολοκοτρωνέικο τραγούδι, λες και φτάναμε μονομιάς σ΄αυτή την πανεθνική ενότητα, καθώς αγγίζαμε τις ρίζες τις κοινές. Δίναμε γνωριμία και όρκο.
Εδώ θα πρέπει να πω ότι η αστυνομία είχε ειδοποιήσει όλο το χωριό ότι απαγορεύεται να με πλησιάζουν, να μου μιλούν, ακόμη και να με χαιρετούν.
Όμως όλοι οι χωρικού χωρίς εξαίρεση, την ώρα που τους συναπαντούσα έχοντας δεξιά και αριστερά από έναν φρουρό, με κοίταζαν στα μάτια και μου φώναζαν θαρρετά: Γειά σου! Σε λίγο τους καλούσαν στο Τμήμα. Τους απειλούσαν. Όμως αυτοί ξανά τα ίδια: Γειά σου!
Έως ότου οι χωροφύλακες το πήραν απόφαση.
«Μάταια οι φρουροί μου προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι μου…»
Στη Ζάτουνα συνέθεσα 10 κύκλους τραγουδιών. Δέκα Αρκαδίες, όπως τους ονόμασα. Όλο αυτό το έργο κατόρθωσα να το στείλω στην Αθήνα κι από κει στο εξωτερικό.
Δύο κύκλοι παίχτηκαν από το Μπί-Μπί-Σί, όταν βρισκόμουν ακόμα στη Ζάτουνα. Η Αρκαδία Νο 2 (έγινε γνωστή σαν τραγούδι της Ζάτουνας) και το ΘΟΥΡΙΟΝ. Ένας τρίτος κύκλος, τα τραγούδια του Κάλβου, μεταδόθηκε πάλι από το Μπί-Μπί-Σί, όταν ήμουν στον Ωρωπό. Γνωρίζαμε πως θα γίνει αυτή η μετάδοση και φροντίσαμε την ίδια ώρα να κάνουμε συναυλία με τα ίδια τραγούδια στην τραπεζαρία, αφού προηγήθηκε ανάλυση, του Μυλωνά νομίζω, για το έργο του Κάλβου. Έξω οι φρουροί ανεβασμένοι στις σκοπιές άκουγαν με δυό αυτιά. Το ΄να στο τρανζίστορ και τ΄άλλο στην τραπεζαρία. Δύο ταυτόχρονες εκτελέσεις του Κάλβου!
Στη Ζάτουνα έγραψα πολλά πολιτικά και θεωρητικά κείμενα. Έγραψα ακόμα και την ΕΞΟΔΟ. Πώς βγήκε όλο αυτό το υλικό; Πρώτα απ΄όλα θα πρέπει να πω ότι ταχυδρομική επικοινωνία δεν υπήρχε. Κάθε δέμα με τρόφιμα, βιβλία περνούσε από κόσκινο. Οι δικές μου αποστολές –αραιά και πού- περνούσαν από αμέτρητους ελέγχους και κατέληγαν συνήθως στις ειδικές υπηρεσίες της ΚΥΠ στην Αθήνα. Κάθε τι που έμπαινε ή έβγαινε από το σπίτι υποβαλλότανε σ΄εξονυχιστική έρευνα από τους φρουρούς. Το ψωμί, τα γλυκά, τα παξιμάδια τα έκοβαν σε κομματάκια. Τα σκουπίδια τα ερευνούσαν με τα χέρια τους ένα ένα. Και όμως η επικοινωνία και προς τις δύο κατευθύνσεις δε σταματούσε καθόλου. Μια φορά οι αξιωματικού με κάλεσαν στην Τρίπολη. Το Μπί-Μπί-Σί θα παίξει πάλι έργο σου! Θα μας κάψεις…
-Εγώ, τους λέω, άνω το καθήκον μου. Μ΄έχετε απομονωμένο με γυναικόπαιδα. Κι όμως παλεύω. Εσείς τι κάνετε; Σε ποιόν θεό πιστεύετε;
-Εμείς είμαστε ρομπότ.
-Κι όμως έχετε όπλα.
-Ναι, αλλά… με το Μπί-Μπί-Σί τι γίνεται…;
-Αυτά είναι μόνο τα ορεκτικά. Θα ακολουθήσουν και άλλα… χειρότερα.
Από πού αντλούσα σιγουριά; Αν μιλήσω τώρα ανοιχτά θα κάψω πολλούς τίμιους ανθρώπους που βρίσκονται στα χέρια της Χούντας.
Πάντως, μια απάντηση μπορεί να δοθεί: την απομόνωσή μας την έσπαγε το γεγονός ότι δεν ήμαστε μόνοι. Ότι τα 90% αυτών που μας τριγύριζαν ήσαν φίλοι, ήσαν πατριώτες, ήσαν δημοκράτες, ήσαν φανατικοί εχθροί της Δικτατορίας.
Έτσι, πολύτιμα μυστικά έφταναν έγκαιρα στη μακρινή και απομονωμένη Ζάτουνα και μας ειδοποιούσαν για τα σχέδια της Χούντας, για τις κινήσεις της Χωροφυλακής, για το τι μας ετοίμαζαν.
Όταν μας πήρε η φρουρά το τρανζίστορ εφοδιαστήκαμε, μυστηριωδώς, με δύο άλλα τρανζίστορ!
Κάποτε έμαθα ότι θα μου πάρουν το πιάνο και το μαγνητόφωνο και θα με κλείσουν για λίγες μέρες στο απαίσιο κελί του Σταθμού για εκφοβισμό…
Τότε προετοίμασα την απεργία πείνας. Δηλαδή έγραψα τη Δήλωση (σε πολλά αντίγραφα) που έπρεπε να πάρει ο διεθνής τύπος και την έδωσα σε σίγουρα χέρια. Αυτός, μόλις θα με άκουγε να λέω στο καφενείο «ποθύμησα λίγο παξιμάδια», θα έπρεπε να τα ταχυδρομήσει αμέσως στην Αθήνα γιατί το σύνθημά μου σήμαινε ότι εγώ από την άλλη μέρα θ΄άρχιζα την απεργία πείνας.
Έτσι, καλά προετοιμασμένος, περίμενα την επίθεσή τους για να αντεπιτεθώ. Ένα βράδυ ο υπενωματάρχης με ειδοποιεί ότι ήρθε ο Διοικητής από την Τρίπολη και με παρακαλεί να πάω στο Σταθμό. Του λέω πως είναι αργά και δεν μπορώ να βγω. Σε μισή ώρα φτάνει ο ίδιος ο Διοικητής με την ακολουθία του. Είχα κερδίσει τη μισή μάχη.
-Γιατί δεν ήρθατε στο Τμήμα που σας κάλεσαν…
-Κάναμε μήπως καμιά τέτοια συμφωνία;
Είναι αλήθεια ότι είπατε στον κ. ενωματάρχη να μου πει να βάλω σαρίκι γιατί δεν είμαι ούτε Έλληνας, ούτε χριστιανός, ούτε και άνθρωπος;
-Βεβαίως.
-Είναι αλήθεια ότι απειλήσατε τον χωροφύλακα Λυμπέρη ότι αν αγγίξει την κόρη σας θα εκδικηθείτε ολόκληρη την οικογένειά του;
-Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα ακριβώς να τονίσω και σε σας καθώς και σε όλα τα όργανα ότι δεν θα ανεχθώ καμιά χειρονομία, καμιά προσβολή σε βάρος των παιδιών μου και της γυναίκας μου.
-Οι διαταγές…
-Βάλατε το στέμμα και τη στολή για να κυνηγάτε και χτυπάτε αθώα κι ανυπεράσπιστα παιδιά; Εν πάση περιπτώσει, σας το λέω και σας προσωπικώς ότι αν ξαναγγίξετε τη γυναίκα μου, θα γδύσω μεθαύριο τη δική σας μέσα στην πλατεία του Αγίου Βασιλείου…
Είχα αρχίσει να εκτρέπομαι. Όμως όλα αυτά δεν ήταν παρά μια επίδειξη δυνάμεως… Και τότε ξαφνικά του πετώ:
-Και προπαντός μην επιχειρήσετε ούτε ένα βηματάκι πιο πέρα. Όλα είναι κανονισμένα. Με ένα σύνθημά μου όλος ο κόσμος θα ξέρει ότι αρχίζω απεργία πείνας διαρκείας.
Ο αγαθός αντισυνταγματάρχης ζαλίστηκε. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ήταν κακός. Ήταν όμως υπηρεσιακός. Που κάνει το ίδιο, όταν υπηρετείς πιστά μια κακή υπόθεση. Έτσι δεν τόλμησαν να μου πάρουν το πιάνο, ούτε να με κλείσουν στο κρατητήριο.
«Αέρα φωνάζουν και υψώνονται πίσω τους πτερά ορνίθων…»
Στις αρχές του ΄69 ο Παπαδόπουλος μιλώντας στους επιστήμονες είπε: «Εσείς είσθε ο στρατός κι εγώ ο αρχηγός σας, που θα φωνάζω «αέρα» και σεις θα με ακολουθάτε»!
«Καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου…»
Λούσιος ποταμός, γιατί έκανε το λουτρό του ο Δίας. Περνά χαμηλά, ανάμεσα στη Δημητσάνα και τη Ζάτουνα, γλείφει το βράχο του Κρυφού Σχολειού και ξεχύνεται στον κάμπο της Μεγαλόπολης. Οι πηγές του βρίσκονται στο κέντρο της Πελοποννήσου.
(Από τις σημειώσεις του συνθέτη)
ΑΡΚΑΔΙΑ VIII
29 Ιουλίου 1969
Τώρα με κλείνουν όλη σχεδόν τη μέρα μέσα.
Το πρωί έξοδος 11-12, για υπογραφή. Το απόγευμα 6-7.
Μετά το βραδινό φαγητό καθόμαστε με τη Μυρτώ στο μπαλκονάκι.
Απέναντί μας η κυρά-Μαριγώ στο χαγιάτι, πλέκει. Δεξιά μας η κυρά-Φωτεινή στο μπαλκονάκι της γνέθει.
Ανάμεσά μας οι φρουροί.
Ο κόσμος περνά. Είναι ο περίπατος. Μας κρυφοκοιτάζουν. Μας κρυφοχαιρετούν. Με χίλιους τρόπους. Στο τέλος ο δρόμος ερημώνει.
-Παίξε μας το <<Χάρη>>, κύριε Μίκη, με παρακαλούν οι νεότεροι φρουροί.
Μπαίνω μέσα και τους παίζω το <<Χάρη>>.
Ξαναβγαίνω και τους εξηγώ.
-Ο Χάρης δεν πέθανε. Γιατί χρειάζεται ακόμα. Εμείς εδώ κλεισμένοι στο σπίτι – πολιορκημένοι. Εσείς κλεισμένοι στη Ζάτουνα –πολιορκημένοι. Οι Έλληνες κλεισμένοι στους νόμους –πολιορκημένοι.
-Όλοι μας βράζουμε στο ίδιο ζουμί, κύριε Μίκη.
Πρίν καλά καλά τελειώσω τον Σινόπουλο, άρχισα τον Μανώλη Αναγνωστάκη. Πόσα χρόνια σχεδίαζα αυτή τη συνεργασία! Τώρα έφτασε η στιγμή αυτή.
Παίζω το <<Μιλώ>> στον καινούριο υπενωματάρχη. Είναι γεράκος.
-Εγώ σε κυνήγαγα να σε σκοτώσω στον εμφύλιο και τώρα σε φρουρώ και σε πάω για κατούρημα. Δεν το υποφέρω.
Πίνει μια τσικουδιά. Ακούει τη μουσική. Μ΄αγκαλιάζει και δίχως να φοβηθεί τους χωροφύλακες του, μου λέει φωναχτά:
-Πως μπορεί να σ΄έχουν εδώ πέρα εσένα που <<πειράζεις>> τις καρδιές μας;
Πήγε στο Σταθμό. Ήρθε ο Διοικητής.
-Ήμουν στο Μίκη, του λέει στην αναφορά. Μού ΄παιξε πιάνο και μου τραγούδησε. Δεν μπορώ να μείνω άλλο.
Τον φυλακίσανε μόνο ένα μήνα. Είχε γυναίκα και παιδί.
Ανέβηκαν οι καινούριοι υπαξιωματικοί ν΄ακούσουν. Όταν τελειώνω, κλαίνε.
-Ν΄ανοίγεις τα παράθυρα όταν παίζεις, μου μηνά το χωριό. Όλοι καθόμαστε στους κήπους και περιμένουμε το τραγούδι σου.
Ανοίγω τα παράθυρα και τραγουδώ το <<Χάρη>>. Άραγες πόσο μακριά μπορεί να πάει μια φωνή; Να ταξιδέψει ένα τραγούδι;
Η φαντασία μας δουλεύει με πυρετό. Έπρεπε τώρα να οργανώσουμε μια καινούρια επιχείρηση <<για έξοδο>> υλικού: Μέσα σε ψωμιά, σκουπίδια, ρούχα, παπούτσια. Με την βοήθεια του άλφα, του βήτα ή του χί. Μ΄αυτόν τον τρόπο ή μ΄εκείνον.
Τρείς φορές το Μπι-Μπι-Σί μετάδωσε τραγούδια μου μόλις δέκα μέρες μετά την αποστολή τους. Όλο το χωριό στα ραδιόφωνα.
Και μείς ξεθάβουμε με ιδιαίτερη συγκίνηση το μικρό μας τρανζίστορ.
(Ημερολόγιο εξορίας – Ζάτουνας)