Αρκαδία V - Πνευματικό Εμβατήριο
Από το ημερολόγιο εξορίας – Ζάτουνα του συνθέτη
Φεβρουάριος 1969
Μιλάει ο Σεφέρης. Ακολουθεί η Συνοδινού. Να ΄ναι τάχατες γλυκοχάραμα; <<Ομπρός οι δημιουργοί>>. Ακούω την χάλκινη φωνή του Άγγελου Σικελιανού. Τον βλέπω, γιγάντιο άγγελο, να περνά και να ξαναπερνά. Τον βλέπω να περπατά μέσα στους πολύβοους δρόμους. << Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα>>. Ο στίχος του Σικελιανού με τυλίγει σ’ ανεμοστρόβιλο.
Έξω χιονίζει. Είμαι μόνος.
Οι φρουροί τουρτουρίζουν. Τους φωνάζω.
Μέσα έχω ζεστασιά. Τους κερνώ τσικουδιά, καρύδια και σύκα. Βγά-ζουν τις χλαίνες.
Κάθομαι στο πιάνο και συνθέτω. Γουρλώνουν τα μάτια. << Για ξαναπαίχτο…>>
Το ξαναπαίρνω από την αρχή και προχωρώ. Κερνώ τσικουδιά. Το χιόνι σκέπασε τις καρυδιές. Σταματώ και γράφω στο χαρτί.
Νυχτώνει.
- Δεν θα πάμε στο καφενείο;
- Παίξε κι άλλο!
Παίζω κι άλλο. Προχωρώ. Γράφω.
Άδειασε το μπουκάλι. Το χιόνι σταμάτησε. Βγαίνουμε ροδοκόκκινοι. Γιομάτοι οινόπνευμα και μουσική. Ανοίγουμε δρόμο στο πάναγνο χιόνι. Μπαίνουμε στο καφενείο.
- Γιάννη, κερνώ όλο τον κόσμο.
- Τι έπαθες, παντρεύεις κανέναν; μου λέει ο Χρόνης.
- Πάντρεψα τη μουσική μου με τον Σικελιανό.
- <<Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο>>, λέει ο φρουρός.
- Τότε κερνώ κι εγώ. Πάμε στου Νικήτα για μεζέ; Φωνάζει ο Λάμπης.[*]
Όμως είμαι ακόμα στην αρχή.
Την άλλη μέρα και την παράλλη μένω κλεισμένος. Οι φρουροί ρωτούν. Ενδιαφέρονται, συζητούν, ανεβαίνουν ν΄ακούσουν.
Κι ο Λάμπης μου κουβαλάει φαί, να μην πεθάνω από την πείνα. Με βλέπουν πως δεν είμαι του κόσμου τούτου και με συμπαθούν.
Το χιόνι έχει φτάσει ένα μέτρο.
Ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Ο αέρας είναι κρύσταλλο. Οι φρουροί έχουν ανάψει φωτιά μπροστά στης Φωτεινής.
-Έ, λοιπόν;
-Τέλος!
(Από το ημερολόγιο εξορίας – Ζάτουνα του συνθέτη)
[*] Ο Ζατουνίτης Λάμπης Μπιτούνης ήταν ο μόνος που με άδεια της χωροφυλακής είχε δικαίωμα να συναναστρέφεται τον Μίκη Θεοδωράκη. Όλοι οι άλλοι δεν επιτρεπόταν ούτε να τον χαιρετούν…