Μήδεια
ΜΗΔΕΙΑ
Όπερα σε δύο πράξεις
Βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη
Μετάφραση, προσθήκες, προσαρμογή για όπερα
Μίκης Θεοδωράκης
ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
(1991) Θέατρο Arriaga στο Μπιλμπάο Ισπανίας.
Μουσική Διεύθυνση
Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία
Lois Iturri
Μουσική Προετοιμασία
Δημήτρης Γιακάς
Προετοιμασία Χορωδίας
Φανή Παλαμήδη
Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της Όπερας του Μπιλμπάο
Διανομή
Μήδεια : Κατερίνα Οικονόμου
Ιάσων : Ζάχος Τερζάκης
Αιγεύς : Κώστας Πασχάλης
Κρέων : Φραγκίσκος Βουτσινός
Τροφός : Μαρία Μαρκέτου
Αγγελιοφόρος : Σταμάτης Μπερής
Κορυφαία : Αλεξάνδρα Παπατζιάκου
Παιδαγωγός : Juan Tomas Hernani
ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
6 και 8 Ιουλίου 1993, Ηρώδειο, Φεστιβάλ Αθηνών.
Μουσική Διεύθυνση
Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία
Σπύρος Ευαγγελάτος
Σκηνικά – Κοστούμια
Γιώργος Πάτσας
Διεύθυνση Χορωδίας
Φανή Παλαμίδη
Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ
Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Φωτισμοί
Αριστείδης Καρύδης-Φουκς
Μουσική προετοιμασία (σολίστ)
Δημήτρης Γιακάς
Μουσική προετοιμασία
Ερμιόνη Νάτσου
Διανομή
Μήδεια : Κατερίνα Οικονόμου
Ιάσων : Ζάχος Τερζάκης
Αιγεύς : Ανδρέας Κουλουμπής
Κρέων : Φραγκίσκος Βουτσινός
Τροφός : Μαρία Μαρκέτου
Αγγελιοφόρος : Σταμάτης Μπερής
Κορυφαία : Αλεξάνδρα Παπατζιάκου
Παιδιά της Μήδειας : Ρέα Βουδούρη, Λύδια Ζερβανού
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ
5 Μαΐου 1995, Μάινινγκεν Γερμανίας.
Απόδοση λιμπρέτου στα γερμανικά : Ζάχος Τερζάκης
Μουσική Διεύθυνση
Στέφανος Τσιάλης
Σκηνοθεσία
Ζάχος Τερζάκης
Σκηνικά
Matthias Hosenfeldt
Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία του Θεάτρου Μάινινγκεν.
Διανομή
Μήδεια : Laurie Gibson
Ιάσων : Ζάχος Τερζάκης
Αιγεύς : Giacomo del Fonte – Dimitar Sterev
Κρέων : Bernd Hofmann – Genady Rodionow
Τροφός : Dagmar Hauser – Kati Rucker
Αγγελιοφόρος : Hartmunt Struppek
Κορυφαία : Aurelia Hajek
Παιδαγωγός : Lothar Froese
Αν ο νους σπρώχνει και βοηθά τον άνθρωπο σε μια «δόμηση» που χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλα ύψη, η ψυχή «δομείται» προς τα κάτω, προς αλλεπάλληλα βάθη.
Όσο τα ανθρώπινα επιτεύγματα με τη σφραγίδα του νου είναι υψηλότερα τόσο είναι και καλύτερα.
Όσο τα πάθη της ανθρώπινης ψυχής μας οδηγούν βαθύτερα τόσο είναι αυθεντικότερα, γιατί πλησιάζουν στη ρίζα, στον πυρήνα του ανθρώπινου «είναι».
Η διείσδυση στο βαθύτερο σημείο της ανθρώπινης ψυχής αποτελεί το αξεπέραστο επίτευγμα της αθηναϊκής τραγωδίας.
Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες στην τραγωδία αναλύονται σε στιγμές μεγάλης δοκιμασίας.
Η προτίμησή μου προς τον Ευριπίδη οφείλεται στο ότι με οδηγεί πιο κοντά στον άνθρωπο και στην ανθρώπινη κοινωνία απ’ ότι ο Αισχύλος, που τον θεωρεί περίπου σαν ένα όργανο σα χέρια της θεϊκής βούλησης.
Η «μεγάλη δοκιμασία» παίρνει άλλο χαρακτήρα στον Αισχύλο και άλλο στον Ευριπίδη.
Για τον άνθρωπο του 20ου αιώνα, νομίζω ότι στη θεώρηση της Ανθρώπινης Δοκιμασίας δεσπόζει η σκέψη του Σαρτρ « Η κόλαση είναι οι άλλοι». Μ’ άλλα λόγια, το πρόβλημα το γεννά αποκλειστικά και μόνο ο άνθρωπος και κατ’ επέκταση η κοινωνία που ο ίδιος διαμορφώνει και τον διαμορφώνει.
Κάτω απ’ το πρίσμα αυτό χαρακτήρες-σύμβολα όπως η Μήδεια, ο Ιάσων, η Ηλέκτρα, η Κλυταιμνήστρα, ο Ορέστης μπορεί να γενικευθούν. Μπορεί δηλαδή να αναζητηθούν και να βρεθούν έστω και σαν φαντάσματα μέσα σε κάθε άνθρωπο, στον βαθμό που προχωρεί κανείς στις ρίζες του ανθρώπινου χαρακτήρα, στα απώτατα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης.
Ο άνθρωπος δεν είναι μαριονέτα στα χέρια κάποιας θεότητας που τον χρησιμοποιεί, αλλά γέννημα του εαυτού του. Και ο εαυτός μας είναι οι άλλοι. Επομένως αφού Κόλαση είναι οι άλλοι, είναι και ο ίδιος ο εαυτός μας. Είμαστε μια πληγή επάνω στο δικό μας δέρμα και είναι μάταιο να το αγνοούμε. Είτε από αναισθησία είτε από φόβο είτε από πονηριά. Αν δε ματώσουμε την πληγή μας με τα ίδια μας τα χέρια, η πληγή αυτή θα μας κρύβει για πάντα το απόκρυφο κέντρο του εαυτού μας – τη μοναδική μας αλήθεια - , το αληθινό μας πρόσωπο. Κινδυνεύουμε να ζήσουμε άγνωστοι προ του εαυτό μας.
Φτάνουμε έτσι σε ένα συμπέρασμα: Η τραγωδία μας οδηγεί στην αυτογνωσία.
Η κατάδυση στην ψυχή της Μήδειας μας οδηγεί μέσα σ’ έναν αληθινό λαβύρινθο. Καθώς ψάχνεις για «διέξοδο», είσαι υποχρεωμένος να ταυτισθείς με τις δονήσεις, τις αποχρώσεις, τις συνεχείς και απότομες αλλαγές του τραγικού προσώπου, που σημάδεψε η ανθρώπινη μοίρα.
Από την άποψη αυτή δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει πιο συναρπαστική εμπειρία για έναν συνθέτη καθώς καλείται να αποδώσει μουσικώς – να μεταφέρει στον κόσμο της μουσικής – αυτή την «εποποιία» της ανθρώπινης ψυχής μπροστά στην απόλυτη κρίση.
Προσωπικά, με συναρπάζει. Συνθέτοντας τη ΜΗΔΕΙΑ, προσπάθησα να ταυτιστώ με τους χαρακτήρες του έργου: την Τροφό, τον Παιδαγωγό, τον Κρέοντα, τον Αιγέα, τον Ιάσονα, τον Αγγελιοφόρο και φυσικά με τον Χορό και τη Μήδεια.
Η περίπτωση της τελευταίας είναι μοναδική. Μοιάζει με παγιδευμένο ζώο που τινάζει δεξιά αριστερά και που, αντί να ελευθερωθεί, κάθε κίνηση το παγιδεύει περισσότερο.
Είναι συγχρόνως η βασιλοπούλα (στη χώρα της) και η ξένη-βάρβαρη (στην Κόρινθο). Είναι η ερωτευμένη παράφορα που την προδίδει αυτός για τον οποίο θυσίασε τα πάντα, που για χάρη του σκότωσε ακόμα και τον ίδιο τον αδερφό της και γι’ αυτό αγαπά και μισεί εξίσου παράφορα τον Ιάσωνα. Είναι η μάνα που λατρεύει τα παιδιά της και η απατημένη ερωμένη που τα μισεί, γιατί της θυμίζουν τον ένοχο πατέρα τους, που θέλει να τον εκδικηθεί σκοτώνοντας τη μέλλουσα γυναίκα του, τον πεθερό του και, τέλος, τα ίδια τα παιδιά του – που είναι και δικά της παιδιά.
Γι’ αυτό, ενώ κυριαρχείται βασικά από την αγανάκτηση, το μίσος και την εκδίκηση, για να πετύχει το φρικαλέο της σχέδιο γίνεται άλλοτε σκληρή και άλλοτε τρυφερή, άλλοτε εκφράζεται με ειλικρίνεια κι άλλοτε υποκρίνεται.
Αγκαλιάζει με πάθος τα παιδιά της τη στιγμή που ξέρει πως θα τα σφάξει. Δε νομίζω ότι ένα ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να βρεθεί μπροστά σε μια τόσο φρικτή δοκιμασία, ώστε να φτάσει στο σημείο να υπερβεί το μητρικό φίλτρο οδηγούμενο ως αυτή την αδιανόητη πράξη, να σφάξει τα παιδιά του.
Η πρόθεσή μου ήταν – όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με τη ΜΗΔΕΙΑ – πρώτον, να χρησιμοποιήσω το κείμενο ως έχει, δηλαδή χωρίς καμία «διασκευή», και, δεύτερον, να αποδώσω μουσικά τον θεατρικό λόγο λέξη προς λέξη, νόημα προς νόημα, σκηνή προς σκηνή.
Έτσι, θα μπορούσα να πω ότι η δική μου ΜΗΔΕΙΑ είναι μια συνεχής μελωδική γραμμή απ’ την πρώτη φράση της Τροφού ως την τελική του Χορού.
Θέλησα να μεταφέρω όλες τις ψυχικές δονήσεις των χαρακτήρων, όλες τις συγκρούσεις, τα ξεσπάσματα, τα πάνω και τα κάτω, καθώς και τις ιερατικές παρεμβάσεις του Χορού, καταρχήν με το Μέλος. Δε χρησιμοποίησα τη μέθοδο του ρετσιτατίβου, δηλαδή της μουσικής πεζολογικής αφήγησης.
Προσπάθησα να αποτυπώσω το σύνολο του Λόγου σε μια συνεχιζόμενη διαρκή μελωδία, με μόνη φιλοδοξία αυτή η μελωδία να αντιστοιχεί και να αποτυπώνει τον πυρήνα του Λόγου και των καταστάσεων και νοημάτων που θέλει να εκφράσει.
Είναι γνωστό ότι ο Λόγος που μετουσιώνεται σε Μέλος – στον βαθμό που αυτό γίνεται «αναγκαία», πηγαία, δημιουργικά – τότε απ’ αυτή τη «χημική» ένωση (συγνώμη για τη μεταφορά) δημιουργείται μια νέα ποιότητα, που την εκφράζει με τρόπο αξεπέραστο η ανθρώπινη φωνή. Ο λυρικός τραγουδιστής (έντεχνος ή λαϊκός) διαθέτει το θείο δώρο της επικοινωνίας από ψυχή σε ψυχή.
Μετά τη μελοποίηση του κειμένου – υποχρεώθηκα να προχωρήσω σε δική μου μετάφραση γιατί οι υπάρχουσες δε με ικανοποίησαν- μπήκα στο δεύτερο στάδιο, της εναρμόνισης. Με δύο λόγια θα πω εδώ ότι προσπάθησα την ουσία της οριζόντιας μελωδικής κίνησης να τη μεταφέρω στην κάθετη αρμονική υποστήριξη που φυσικά συμπλέκεται με τον ρυθμό.
Το τρίτο στάδιο είναι όπως πάντα η ενορχήστρωση. Θέλω να πιστεύω ότι αυτά τα τέσσερα στοιχεία, Μέλος, Αρμονία, Ρυθμός, Ενορχήστρωση, αποτελούν μαζί με τον Λόγο ένα ενιαίο «Μουσικό Σύμπαν».
Μίκης Θεοδωράκης
(Από τη συνέντευξη Τύπου στο Μπιλμπάο με την ευκαιρία της «πρώτης» της Μήδειας το θέατρο Arriaga,1990.)