Ηλέκτρα
Ο Θεοδωράκης αποφάσισε πολύ αργά να μπει στον κόσμο
της Λυρικής Τραγωδίας. Από την εποχή που συνέθεσε την πρώτη του μουσική για τις
ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ του Ευριπίδη, που ανέβηκαν στην Επίδαυρο στα 1960, τον προβληματίζει
το ύφος της μουσικής που θα ταίριαζε σήμερα στην αρχαία τραγωδία. Μετά τις
ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ συνέθεσε μουσικές για πολλές άλλες τραγωδίες και κωμωδίες – πάντοτε
όμως για τις ανάγκες μια θεατρικής παράστασης.
Στα
1985 αποφασίζει να μπει στο χώρο της Όπερας με τον ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ή «Οι
Μεταμορφώσεις του Διόνυσου» σε λιμπρέτο δικό του. Μετά την επιτυχή παρουσίαση
στη Verona του μπαλέτου ZORBA IL GRECO
στα 1988, υπόσχεται να συνθέσει τρείς όπερες προς τιμήν των Verdi, Puccini, και Bellini. Τη ΜΗΔΕΙΑ, την
ΗΛΕΚΤΡΑ και την ΑΝΤΙΓΟΝΗ. Στην πρώτη δούλεψε ο ίδιος τη μετάφραση και το
λιμπρέτο. Στην ΗΛΕΚΤΡΑ συνεργάστηκε με τους Κώστα Γεωργουσόπουλο (μετάφραση)
και Σπύρο Ευαγγελάτο (λιμπρέτο).
Και
στις τέσσερις Όπερές του ο Θεοδωράκης στηρίζεται στο ΜΕΛΟΣ. Στην ΗΛΕΚΤΡΑ η
προσπάθειά του να ερμηνεύσει καταρχήν με τη μελωδία όλες τις τραγικές
διακυμάνσεις των ηρώων τον οδηγεί σε διαρκείς αναζητήσεις που καταλήγουν στη
δημιουργία ενός καταρχήν μελωδικού κόσμου που, χωρίς να χάνει τα χαρακτηριστικά
των προηγούμενων έργων του, μας οδηγεί εντούτοις πολύ πιο μακριά: στον χώρο του
τραγικού.
Όλος
αυτός ο τραγικός μελωδικός κόσμος, που απορρέει και εκφράζει πιστά τον τραγικό
λόγο και τα δραματικά δρώμενα, δημιουργεί ο ίδιος και στη συνέχεια στηρίζεται
επάνω σ’ ένα δικό του αρμονικό και ρυθμικό σύμπαν.
Η
προσωπικότητα της Ηλέκτρας – ηλεκτρισμένη απ’ την αρχή ως το τέλος, όπως είναι
και το όνομά της – παρασύρει τους πάντες και τα πάντα στην ξέφρενη πορεία της
προς τον θάνατο και την αυτοκαταστροφή. Οι λυρικές στιγμές κατ’ ανάγκην είναι
λίγες αλλά σημαντικές, ενώ κυριαρχεί το τραγικό στοιχείο με επίκεντρο τη βία,
που οδηγεί σταθερά στην τελική έκρηξη.
Η σύνθεση της ΗΛΕΚΤΡΑΣ άρχισε στα 1992 και τελείωσε στα 1994. Η πρώτη εκτέλεση έγινε στο Λουξεμβούργο τον επόμενο χρόνο με τη συμμετοχή της Ορχήστρας και της Χορωδίας της Όπερας του Poznan και με Έλληνες, Πολωνούς και Ρώσους σολίστ.
Andreas Brandes
Με αφορμή το ανέβασμα της ΗΛΕΚΤΡΑΣ στο Ηρώδειο (31/7/96 και 1/8/96)
Διεύθυνση Ορχήστρας
Είναι η πρώτη φορά που θα διευθύνω σε παράσταση λυρικούς τραγουδιστές
(εκτός φυσικά από τα συμφωνικά μου έργα, όπως, λόγου χάρη, στην ΤΡΙΤΗ και
ΕΒΔΟΜΗ Συμφωνία μου). Εννοώ, για να γίνω περισσότερο κατανοητός, τραγουδιστές
όπερας. Που ενώ τραγουδούν, ταυτόχρονα ερμηνεύουν κάποιον χαρακτήρα.
Στις πρόβες που κάναμε
πρόσφατα στην Όπερα της Σόφιας, σχημάτισα την εντύπωση πως σε ορισμένους
πρωταγωνιστές υπήρξαν στιγμές απορίας. Γιατί άραγε; Ας το πω από δω. Γιατί δε
θεωρώ πάντοτε την ορχήστρα σαν ένα βοηθητικό στήριγμα του τραγουδιστή. Πολλές
φορές – ακόμα και τη λαϊκή, πόσο μάλλον τη συμφωνική – τη χειρίζομαι
«προκλητικά» (επιθετικά θα ‘λεγα), επιδιώκοντας να αποσπάσω απ’ τον ερμηνευτή –
αν έχει κότσια φυσικά – το μάξιμουμ των εκφραστικών του δυνατοτήτων.
Εκεί που το φαινόμενο
αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές είναι στην περίπτωση των ασύμμετρων ρυθμών,
που από τη φύση τους εκφράζουν ηχητικές «γωνιές», με άλλα λόγια μια
ποδηγετημένη – τιθασευμένη «βαρβαρότητα», που όμως έχει ανυψωθεί σε επίπεδα
μιας λόγιας αισθητικής έκφρασης.
Στην περίπτωση αυτή
υπάρχει κάτι βαθύτερο. Κάτι πέρα από τη σχέση του 2 με τα 3 και του 5 με το 7.
κάτι που δε διδάσκεται στα δυτικοτραφή μας ωδεία και που βάζει σε δοκιμασία
τους Ευρωπαίους μουσικούς.
Εδώ η διεύθυνση κυριολεκτικά πρέπει να «μαστιγώνει» ορχήστρα και μονωδούς έξω από κάθε «καθωσπρεπισμό», πράγμα που, όπως ανέφερα, αιφνιδιάζει τον δυτικοθρεμμένο ερμηνευτή μας.
Σκηνοθεσία
Η ΜΗΔΕΙΑ παρουσιάστηκε στην Ελλάδα πριν τρία χρόνια, πάλι στο Ηρώδειο,
με σκηνοθεσία Ευαγγελάτου και σκηνικά και κοστούμια του Πάτσα, σε δύο
παραστάσεις.
Τώρα δίνεται η ΗΛΕΚΤΡΑ,
σε σκηνοθεσία του Νίκου Κούνδουρου και κοστούμια του Μετζικώφ, με τρείς
χορογράφους και διευθυντή της Χορωδίας Φονς Μουζικάλις τον Κωστή Κωνσταντάρα.
Του χρόνου τον Οκτώβριο
θα παιχτεί σε παγκόσμια πρεμιέρα η ΑΝΤΙΓΟΝΗ, στη Θεσσαλονίκη.
Και για να πάμε στην αρχή
των Λυρικών-τραγικών μου έργων, ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ δόθηκε το 1985, πριν δώδεκα
χρόνια, από τη Λυρική Σκηνή.
Με τόσο μεγάλα χρονικά
διαστήματα είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να δείξεις την εσωτερική ενότητα των
έργων, αυτό το καινούριο που θέλεις να πεις, τον νέο δραματικό ηχητικό κόσμο
που θέλεις να δημιουργήσεις. Να κάνεις κατανοητές τις νέες τεχνικές σε επίπεδο
σύνθεσης αλλά και ερμηνείας. Μεγάλο ρόλο σ’ αυτό καλούνται να παίξουν οι
βασικοί ερμηνευτές και προπαντός ο σκηνοθέτης.
Η ΗΛΕΚΤΡΑ δόθηκε και
παίζεται ήδη στην Πολωνία και αλλού με Πολωνούς συντελεστές. Ο σκηνοθέτης και ο
σκηνογράφος, επηρεασμένοι εμφανώς από τις αντιλήψεις μου για το Συμπαντικό
Αρμονικό Κέντρο, «είδαν» τις Μυκήνες αν έναν αιωρούμενο βράχο στο μέσο του
απείρου και την Ηλέκτρα σαν την «εκλεκτή» αυτού του συμπαντικού Νόμου, να
στέλνει φωτεινά σήματα σε αναζήτηση του Ορέστη. Ήταν ένα πείραμα.
Προσωπικά οι δικές μου
αναζητήσεις στη σκηνική παρουσίαση αυτών των έργων θα ήθελα να εναρμονισθούν –
να ταυτισθούν ει δυνατόν- με τον ηχητικό τους κόσμο που είναι βαθύτατα
ελληνικός. Η τραγική μεγαλοπρέπεια των Μύθων και των Ηρώων αποτελεί για μένα
την πεμπτουσία της ελληνικής παρέμβασης απέναντι στα μεγάλα «ερωτήματα» - της
ελληνικής συνολικής απάντησης που αποτελεί τον ΑΛΛΟΝ ΑΞΟΝΑ σε σχέση με τους υπόλοιπους
που πάνω τους στηρίχτηκε έως σήμερα η Ανθρωπότητα: τον Ιουδαϊκό, τον Ινδικό,
τον Κινέζικο κ.ά. Ειδικά η Ευρώπη και ό,τι αποκαλούμε Δυτικό Κόσμο έχουν
«χτιστεί» επάνω στις δύο πρώτες κοσμοθεωρίες και πρακτικές: την
Ιουδαϊκή-Μονοθεϊκή-Χριστιανική και την Ελληνική, με το παρακλάδι της, την
Ορθόδοξη Χριστιανική.
Αυτή η Ελληνική
εκφράστηκε παντοιοτρόπως. Όμως πουθενά δεν είναι τόσο γνήσια και αυθεντική όσο
στα έργα των μεγάλων τραγικών.
Έχοντας θητεύσει πάνω από
σαράντα χρόνια ως μουσικός στην παρουσίαση των έργων αυτών στην Επίδαυρο και
στο Ηρώδειο, είναι φυσικό να έχω εξοικειωθεί μαζί τους, έως ότου κάποτε πίστεψα
ότι είναι δυνατή η μεταφορά των αρχαίων μύθων και ηρώων στο σημερινό ελληνικό
παρόν, με πρωταγωνιστή έναν σύγχρονο ελληνικό τρόπο μουσικής έκφρασης.
Η βασική σκηνοθετική
αντίληψη του Κούνδουρου για την ΗΛΕΚΤΡΑ μού έδωσε μεγάλη χαρά, γιατί πιστεύω
ότι εναρμονίζεται πλήρως με την ανάγκη της αναζήτησης νέων σκηνοθετικών και
ερμηνευτικών μορφών που οδηγούν προς την κατεύθυνση αυτού του χαρακτήρα
προηγουμένως σαν ταύτιση με τον ηχητικό κόσμο του έργου, που είναι βαθύτατα
ελληνικός.
Η πρωτοτυπία αυτής της νέας σκηνοθετικής
αντίληψης έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχουν πολλά επάλληλα επίπεδα ερμηνείας.
Έτσι ο Χορός κόβεται στα
δύο. Οι μεν Χορωδοί στο βάθος της Σκηνής τραγουδούν με το κείμενο στα χέρια,
σαν να συμμετέχουν σε συναυλία, οι δε Χορευτές, χωρισμένοι σε συνοδούς της
Ηλέκτρας, της Κλυταιμνήστρας και του Ορέστη, εκφράζουν με ομαδικές κινήσεις την
ψυχική κατάσταση και τις συγκρούσεις των Ηρώων.
Οι μονωδοί-σολίστ έχουν
την άνεση να απευθύνονται από το προσκήνιο προς το κοινό, όπως γίνεται σε
Συναυλία, ενώ παράλληλα, διπλασιασμένοι με το χορευτικό ALTER EGO τους, συμμετέχουν με ελάχιστες κινήσεις στα
δρώμενα.
Έχουμε δηλαδή μια τυπική
συναυλία κοντσερτάντε, στηριγμένη – όπως συνήθως γίνεται – στην Ορχήστρα, στη
Χορωδία και στους Σολίστ, και παράλληλα η Χορογραφική ερμηνεία του έργου
βασισμένη σε γκρουπ χορευτών, κορυφαίους χορευτές, χορευτές σύμβολα και του
Μονωδούς-Σολίστ.
Χαίρομαι δε ιδιαίτερα,
γιατί αυτή η σκηνοθετική γραμμή του Κούνδουρου μας απομακρύνει οριστικά από τα
δυτικά κυρίως αρχέτυπα, που δεσπόζουν στον τομέα της συμφωνικής μουσικής και
ιδιαίτερα της Όπερας.
Με την παρούσα εκδοχή της
ΗΛΕΚΤΡΑΣ είμαι βέβαιος πως γίνεται ένα αποφασιστικό βήμα προς την παγίωση ενός
νέου αισθητικού κόσμου που μας παραπέμπει σωστά στην ιδιαιτερότητα της
Ποιητικής Παρουσίας και Έκφρασης.
Θυμάμαι πόσο φιλόδοξο και
ουτοπικό φάνηκε κάποτε όταν δήλωσα στον Γιώργο Πηλιχό στα 1961-62 πως φιλοδοξώ,
στηριγμένος στους Κύκλους Τραγουδιών που μόλις είχα εγκαινιάσει, να δημιουργήσω
ένα καθαρά Νεοελληνικό Λαϊκό Ορατόριο, που να μην έχει καμία σχέση με τα Δυτικά
πρότυπα. Μιλούσα φυσικά για το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, που παρουσίασα δύο χρόνια μετά, στα
1964. Συμπτωματικά το έργο αυτό δόθηκε πριν λίγες μέρες στο Στάδιο της Αρχαίας
Ολυμπίας, παρουσία χιλιάδων θεατών-ακροατών.
Η μυσταγωγική διάθεση με
την οποία όλοι αυτοί οι απλοί Έλληνες κατά συντριπτική πλειοψηφία δέχτηκαν (και
δέχονται έως τώρα) το έργο αυτό δείχνει ότι κέρδισα το στοίχημα. Να δημιουργήσω
δηλαδή ένα Μετασυμφωνικό, όπως το αποκαλώ, έργο, που η όποια στήριξή του σε
δυτικές τεχνικές δεν του αφαιρεί τίποτε από τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα
της καταγωγής του. Το ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ, η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ, τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ
ΑΒΕΡΩΦ και το CANTO GENERAL λειτουργούν έκτοτε σαν δορυφόροι γύρω από τον ήλιο του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ,
επιβεβαιώνοντας ότι έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργούμε γνήσιο νεοελληνικό
έργο που να ανθίσταται στον χρόνο.
Το νέο μου στοίχημα είναι
τώρα η τετραλογία των Λυρικών Τραγουδιών, που ελπίζω πως κάποτε θα μπορέσουν να
παίζονται συχνότερα και κυρίως όλες μαζί στην ίδια περίοδο, ώστε να γίνει
δυνατόν να αναδυθεί συνολικά ο νεοελληνικός τους χαρακτήρας και η ιδιαιτερότητα
τους σε κάθε επίπεδο: μουσικό, ερμηνευτικό, σκηνοθετικό, χορογραφικό,
σκηνογραφικό.
Η παρουσία του
Ευαγγελάτου χτες, του Νίκου Κούνδουρου σήμερα και όποιου άλλου αύριο και
μεθαύριο, καθώς και όλων των συντελεστών, μονωδών, χορωδών, μουσικών,
χορογράφων, σκηνογράφων, τεχνικών, και κυρίως η δημιουργία ενός πρώτου πυρήνα
πιστών-μυημένων, που διαρκώς μεγαλώνει, μου δίνει την ελπίδα ότι θα κερδίσω στο
μέλλον κι αυτό το «στοίχημα».
Αθήνα, 21.7.96
Μίκης Θεοδωράκης