Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν
Ξεκίνησα γύρω στα 1986 τη συνεργασία μου με τον νεαρό τότε Πατρινό ποιητή Διονύση Καρατζά με δύο κύκλους τραγουδιών: ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ και ΩΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ.
Η ΒΕΑΤΡΙΚΗ υπήρξε ο τρίτος κύκλος, που συνέθεσα στα 1987. αμέσως μετά ακολούθησε ένας τέταρτος κύκλος από είκοσι τέσσερα μικρής διάρκειας τραγούδια, ο κύκλος ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΕΜΑΤΗ ΠΟΙΗΣΗ, σε ποίηση Δήμητρας Μαντά.
Έτσι έκλεισε η Λυρική Τετραλογία – Το Τετράφυλλο Δάκρυ – που έχει επίκεντρο τον Ελλαδικό Έρωτα.
Κοινό γνώρισμα και των τεσσάρων κύκλων είναι η λατρεία για την ελληνική φύση και κυρίως την ελληνική θάλασσα. Η ποίησή τους είναι ονειρική. Απευθύνεται στον ποιητικό εαυτό μας, στο λυρικό μας υποσυνείδητο, στη συλλογική νεοελληνική ευαισθησία και μνήμη. Αποδρά από την καθημερινότητα. Προσπαθεί να ανακαλύψει νέες «σταθερές» του συναισθηματικού μας υπόβαθρου. Προσπαθεί να διεισδύσει στα άγια των αγίων, στο απόσταγμα της ελληνικής ουσίας.
Στα δέκα ποιήματα του Καρατζά – στη ΒΕΑΤΡΙΚΗ – πρόσθεσα και δύο δικά κου: Βεατρίκη, πάψε να γελάς και Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν, που έδωσε και τον τίτλο στον Κύκλο. Το πρώτο είναι ερωτικό. Το δεύτερο τοποθετεί τον φανταστικό κόσμο της Βεατρίκης μέσα στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. (1987).
Η Βεατρίκη μεταβάλλεται –ευτυχώς στιγμιαία- σε μια συνηθισμένη νοικοκυρά, που ψάχνει στη οδό Ερμού «για καινούριο καπέλο με φτερά».
Η Βεατρίκη γίνεται προσωποποίηση της Εξουσίας –αν είναι δυνατόν- και «δίνει τον όρκο, είναι πρώτος πολίτης του Μακρυγιαννιστάν».
Η Ελλάδα-Ελληνιστάν, χώρα τριτοκοσμική.
Ενώ από μακριά, μέσα από το χρόνο, έρχονται οι αναμνήσεις άλλων καιρών, φορτωμένων με οράματα που ξέφτισαν: Το παλικάρι τ’ ουρανού (1963). Ώστε η Ελλάδα-Βεατρίκη δεν υπάρχει πια. Αν υπήρχε, τότε δε θα είχα κι εγώ ανάγκη να πω αυτές τις πικρές αλήθειες. Γρήγορα όμως κλείνει η παρένθεση του μηδέν. Όχι, η Βεατρίκη δεν είναι, ούτε μπορούσε ποτέ να γίνει αυτή η καρικατούρα που γέννησε για μια στιγμή η απελπισία μιας προδομένης και γι’ αυτό πληγωμένης βαθιά ψυχής. Ανεβασμένη στο πιο ψηλό βάθρο της ελληνικής Σκηνής, ξαναπαίρνει την αθάνατη φύση της, ξαναγίνεται σύμβολο του αιώνιου έρωτα και αφήνει τη φωνή της ν’ απλωθεί πάνω από πεύκα, νησιά και ανθρώπους: είναι η μεγάλη άρια της Βεατρίκης, για ν’ ακολουθήσουν το άρωμα του ιδρωμένου τριφυλλιού – οι νύχτες που μυρίζουν γιασεμί – τα μαγικά κασετόφωνα της γειτονιάς – η μικρή πεινασμένη νύχτα – τα εξωτικά τοπία ωραίας αβύσσου – τα όμορφα που πονάνε – η αλήθεια της Άνοιξης και τέλος οι σιωπές φυτών, που ψηλώνουν τις λέξεις μου.
Ενώ «μεγαλώνω έτοιμος στα τραγούδια μου»…
Μίκης Θεοδωράκης
Αθήνα, Νοέμβριος 1994